- ἀφορισμῶν
- ἀφορισμόςdelimitationmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ευάγριος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στη φωτιά μαζί με τον Μακάριο. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. II (4ος αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (370). Μετά τον θάνατο του Αρειανού πατριάρχη Ευδοξίου (369) … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ντ’ Ορς, Εουχένιο — (Eugeni D’ Ors, Βαρκελώνη 1882 – Βιλιανουέβα ι Χελτρού 1954). Ισπανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος, τεχνοκρίτης και συγγραφέας. Άρχισε τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του γράφοντας στην καταλανική γλώσσα, αλλά από το 1920 έως τον θάνατό του έγραψε όλα τα … Dictionary of Greek
ντάρμα — Όρος με πλήθος σημασιών στην ινδική σκέψη και ηθική: νόμος, έθιμο, δίκαιο, καθήκον, αρετή, θρησκευτικός και τελετουργικός κανόνας, θείος και αιώνιος νόμος (ετυμολογείται από τη σανσκριτική ρίζα dhri = φέρω, τηρώ). Οι αρχές του βρίσκονται στην… … Dictionary of Greek